- παρεμποδίζομαι
- παρεμποδίζομαι, παρεμποδίστηκα βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
παρεμποδίζω — ΝΜΑ 1. γίνομαι εμπόδιο ή προκαλώ εμπόδια παρακωλύω («παρεμποδίζει την πρόοδο τής εργασίας) 2. παθ. παρεμποδίζομαι παρακωλύομαι («παρεμποδίζεται η εργασία») … Dictionary of Greek